ακοπίαστος

ακοπίαστος
-η, -ο (Α ἀκοπίαστος, -ον) και ακόπιαστος -η, -ο
1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο
«ακόπιαστη δουλειά»
«ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.)
2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος
«ακοπίαστος άνθρωπος»
«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»
νεοελλ.
ο εύκολος, ο άκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοπιῶ (-άζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακοπίαστος — ακοπίαστος, η, ο και ακόπιαστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αποφεύγει τον κόπο, ο φυγόπονος: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος ακοπίαστος. 2. αυτός που κερδίζεται χωρίς κόπο: Κερδίζει ακόπιαστα το ψωμί του. 3. αυτός που δεν καταβάλλεται από τον κόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοπίαστος — not wearying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπιάστως — ἀκοπίαστος not wearying adverbial ἀκοπίαστος not wearying masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπίαστον — ἀκοπίαστος not wearying masc/fem acc sg ἀκοπίαστος not wearying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπιάστου — ἀκοπίαστος not wearying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπιάστῳ — ἀκοπίαστος not wearying masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπίαστα — ἀκοπίαστος not wearying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπίαστοι — ἀκοπίαστος not wearying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοπίατος — ἀκοπίατος, ον (Α) ο ακοπίαστος …   Dictionary of Greek

  • άκοπος — I (από το στερητ. α και κόπος), ακοπίαστος (βλ. λ.). II άκοπος, η, ο και άκοφτος, η, ο (από το στερητ. α και κόβω), αυτός που δεν είναι κομμένος: Τα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”